- εὐγνωμονῶ
- εὐγνωμονέωhave good sensepres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐγνωμονέωhave good sensepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγνωμονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευγνωμονώ — (ΑΜ εὐγνωμονῶ, έω) [ευγνώμων] νεοελλ. μσν. αναγνωρίζω χάρη ή ευεργεσία που έγινε σε μένα («θα σέ ευγνωμονώ πάντα γι αυτή την εξυπηρέτηση») αρχ. 1. επιδεικνύω διαλλακτική διάθεση, φέρομαι με επιείκεια («τοὺς ἀδικοῡντας πείθοντες εὐγνωμονεῑν»,… … Dictionary of Greek
ευγνωμονώ — ησα 1. είμαι ευγνώμονας, αναγνωρίζω το καλό που μου έγινε. 2. ευχαριστώ, είμαι υποχρεωμένος: Σας ευγνωμονώ για όσα κάνατε για μένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνευγνωμονώ — έω, Α [εὐγνωμονῶ] μαζί με άλλους ευγνωμονώ … Dictionary of Greek
επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… … Dictionary of Greek
ευγνωμώ — εὐγνωμῶ, έω (Μ) ευγνωμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνωμώ (< γνώμη), πρβλ. διχο γνωμώ, ιδιο γνωμώ] … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… … Dictionary of Greek
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek
δοξάζω — δόξασα, δοξάστηκα, δοξασμένος 1. επαινώ, εξυμνώ: Δόξασε την πατρίδα του. 2. ευχαριστώ, ευγνωμονώ, υμνώ: Δοξάζω το Θεό που γλίτωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)